κλεψίτυπος

κλεψίτυπος
ος, ο[ν] незаконно переизданный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κλεψίτυπος" в других словарях:

  • κλεψίτυπος — η, ο (για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ έκ τυπος, χαλκό τυπος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870] …   Dictionary of Greek

  • κλεψίτυπος — η, ο αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία: Το βιβλίο αυτό είναι κλεψίτυπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψιτυπία — η η παράνομη, χωρίς γνώση τού συγγραφέα ή τού εκδότη, ανατύπωση και θέση σε κυκλοφορία ενός πνευματικού έργου, προς όφελος αυτού που ενεργεί την πράξη αυτή, τυποκλοπία, λαθραία ανατύπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψίτυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»